Η περικρυσταλλική διάβρωση συμβαίνει όταν ο ωστενιτικός ανοξείδωτος χάλυβας εκτίθεται σε θερμοκρασίες μεταξύ 550 και 850°C και σχηματίζονται
καρβίδια του χρωμίου (Fe, Cr)23 C6 γύρω από τους κρυστάλλους του κράματος. Τα καρβίδια αυτά αντικαθιστούν το οξείδιο του χρωμίου και έτσι ο
χάλυβας χάνει την προστασία του. Με άλλα λόγια, ενώ αυξάνει έντονα η περιεκτικότητα του χρωμίου στο καθίζημα των καρβιδίων, μειώνεται
ταυτόχρονα η διάχυσή του στον ωστενίτη καθιστώντας την περιοχή που συνορεύει με τα καρβίδια ευάλωτη σε διαβρωτικό περιβάλλον, δεδομένου του
ρόλου που επιτελεί το χρώμιο στην παθητικοποίηση του μετάλλου. Η περικρυσταλλική διάβρωση μπορεί να είναι το αποτέλεσμα συγκόλλησης ή θερμικής
διαμόρφωσης σε ακατάλληλη θερμοκρασία.
Η ανθεκτικότητα του ανοξείδωτου χάλυβα στην εν λόγω διάβρωση ενισχύεται με τη διαδικασία της ανόπτησης. Δηλαδή ο χάλυβας θερμαίνεται σε
θερμοκρασίες στο εύρος 1000 – 1200°C, όπου τα καρβίδια χρωμίου διαλύονται, και έπειτα ακολουθεί απότομη ψύξη στον αέρα ή σε νερό (βαφή). Αυτή η
διαδικασία αφήνει τον άνθρακα σε αδιάλυτη κατάσταση στον χάλυβα. Η χαμηλή περιεκτικότητα άνθρακα (< 0,03%) είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας
που μειώνει την έκθεση στην περικρυσταλλική διάβρωση (επιλογή 304L και 316L).
8. Intergranular corrosion attack.
Χάλυβες που περιέχουν τιτάνιο ή νιόβιο (σταθεροποιημένοι) εμφανίζουν καλή αντοχή στην περικρυσταλλική διάβρωση, ακόμα και όταν η περιεκτικότητα
του άνθρακα είναι σχετικά υψηλή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το τιτάνιο και το νιόβιο σχηματίζουν καρβίδια ευκολότερα από το χρώμιο, δεσμεύοντας
έτσι τον άνθρακα και μην επιτρέποντας τον σχηματισμό καρβιδίων του χρωμίου. Οι τύποι με χαμηλό άνθρακα και αυτοί που περιέχουν τιτάνιο ή νιόβιο
θεωρούνται ισοδύναμοι όσον αφορά την αντοχή τους στην περικρυσταλλική διάβρωση. Σε περιπτώσεις όμως μακράς έκθεσης του χάλυβα σε θερμοκρασίες
που υπερβαίνουν τους 500°C συνίσταται η χρήση των σταθεροποιημένων τύπων.
* Το παρόν κείμενο έχει κατατεθεί σε συμβολαιογράφο προς κατοχύρωση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.